- εἰσεβαίνομεν
- εἰσβαίνωgo on boardimperf ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… … Dictionary of Greek